detector
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
detector | detectors |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
detector (en)
- ο ανιχνευτής, το μηχάνημα
- ↪ a radiation/metal/fire detector - ανιχνευτής ραδιενέργειας/μετάλλων/πυρός
ενικός | πληθυντικός |
detector | detectors |
detector (en)