Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dessert desserts

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dessert (en)

  • το επιδόρπιο, το γλυκό, το γλύκισμα που ακολουθεί ένα γεύμα
    He ate all of the dessert; he didn’t leave any for us.
    Έφαγε όλο το γλυκό· δεν άφησε καθόλου για μας.

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dessert desserts

dessert (fr) αρσενικό



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dessert (it)