Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

desiderative (en)

  • εφετικός (όρος γλωσσολογικός για τα εφετικα ρήματα κυρίως της αρχαίας ελληνικής και της σανσκριτικής)