Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɪˈɹaɪvd/ (βρετανικό)
 

  Επίθετο επεξεργασία

derived (en)

  • παράγωγος, που παράγεται από κάτι άλλο που θεωρείται βασικό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • derived στην αγγλική Βικιπαίδεια