Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
derail
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
derail
(en)
(
μεταβατικό
)
εκτροχιάζω
(
μεταφορικά
) ενεργώ ώστε κάτι να ξεφύγει από την πορεία του
(
αμετάβατο
)
εκτροχιάζομαι
(
μεταφορικά
)
εκτροχιάζομαι
,
παρεκκλίνω
, ξεφεύγω από την πορεία μου