Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

derail (en)

  1. εκτροχιάζω
  2. (μεταφορικά) ενεργώ ώστε κάτι να ξεφύγει από την πορεία του
  1. εκτροχιάζομαι
  2. (μεταφορικά) εκτροχιάζομαι, παρεκκλίνω, ξεφεύγω από την πορεία μου