Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
denial denials

  Ετυμολογία επεξεργασία

denial < den(y) + -ial

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɪˈnaɪ.əl/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

denial (en)

  1. η άρνηση, μια δήλωση ότι κάτι δεν είναι αλήθεια ή δεν υπάρχει· η ενέργεια του να αρνούμαι κάτι
    He answered every one of my proposals with a stubborn/categorical denial.
    Σε κάθε πρότασή μου απαντούσε με μια πεισματική/κατηγορηματική άρνηση.
  2. (μη μετρήσιμο) η άρνηση, η ενέργεια του να αρνούμαι να αποδεχτώ ότι κάτι δυσάρεστο ή οδυνηρό είναι αληθινό
    His answer suggests denial.
    Η απάντησή του υποδηλώνει άρνηση.

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία