Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

demesne (en)

  • η έκταση γης που ανήκε σε έναν φεουδάρχη και δεν την είχε εκμισθώσει, αλλά την κρατούσε για ιδιωτική του χρήση