deed
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
deed (en)
- πράξη με θετικό αποτέλεσμα, κατόρθωμα
- (νομικός όρος)
- (γενικότερα) συμβολαιογραφική πράξη, συμφωνητικό με μάρτυρες
- (ειδικότερα) συμβόλαιο, τίτλος ιδιοκτησίας
deed (en)