datum
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
datum | data |
Ουσιαστικό επεξεργασία
datum (en)
- το δεδομένο
- (χαρτογραφία) ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς
Βοσνιακά (bs) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
datum (bs)
ενικός | πληθυντικός |
datum | data |
datum (en)
datum (bs)