dare
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | dare |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dares |
αόριστος | dared |
παθητική μετοχή | dared |
ενεργητική μετοχή | daring |
Ρήμα επεξεργασία
dare (en)
- τολμώ, είμαι αρκετά γενναίος για να κάνω κάτι
- ↪ He doesn’t dare stand up to his wife.
- Δεν τολμάει ν' αντισταθεί στη γυναίκα του.
- ↪ He doesn’t dare stand up to his wife.
- (μεταβατικό) προκαλώ, πείθω κάποιον να κάνει κάτι επικίνδυνο, δύσκολο ή ενοχλητικό για να δείξει ότι δεν φοβάται
- ↪ I dare you to say it again.
- Σε προκαλώ να το ξαναπείς.
- ↪ Come on, hit me, I dare you.
- Εμπρός, λοιπόν, χτύπα με, σε προκαλώ.
- ↪ I dare you to say it again.
Εκφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
dare (it)
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
dare (la)