dancanta
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dancanta | dancantaj |
αιτιατική | dancantan | dancantajn |
dancanta (eo)
- χορευτικός, σχετικός με τον χορό
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
dancanta (eo)
- ενεστώτας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος danci