damo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | damo | damoj |
αιτιατική | damon | damojn |
damo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | damo | damoj |
αιτιατική | damon | damojn |
damo (eo)