ενικός         πληθυντικός  
damné damnés

  Επίθετο

επεξεργασία

damné (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κολασμένος
     αντώνυμα: béni, providentiel
  2. δυσάρεστος
     συνώνυμα: foutu, maudit, sacré, sale, satané