dactylographe
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dactylographe < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dactylographe | dactylographes |
dactylographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
dactylographe | dactylographes |
dactylographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό