Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dérobade dérobades

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dérobade (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη dérober