démon
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
démon < λατινικά daemon < αρχαία ελληνική δαίμων
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
démon | démons |
démon (fr) αρσενικό
- ο δαίμονας
démon < λατινικά daemon < αρχαία ελληνική δαίμων
ενικός | πληθυντικός |
démon | démons |
démon (fr) αρσενικό