démaquillage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.ma.ki.jaːʒ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
démaquillage | démaquillages |
démaquillage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
démaquillage | démaquillages |
démaquillage (fr) αρσενικό