défilement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.fil.mɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
défilement | défilements |
défilement (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) η χρήση των φυσικών εμποδίων για την απόκρυψη, προστασία, κ.α. από τον εχθρό
- (τεχνολογία) η συνεχής μετακίνηση μιας ταινίας στο εσωτερικό ενός μηχανήματος
- (πληροφορική) η οριζόντια και κατακόρυφη μετακίνηση ενός γραφικού στοιχείου πάνω σε μια οθόνη