défaitiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.fɛ.tist/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
défaitiste | défaitistes |
défaitiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ηττοπαθής
- ≈ συνώνυμα: capitulard
- ≠ αντώνυμα: patriote, résistant
- απαισιόδοξος, πεσσιμιστικός
- ≈ συνώνυμα: alarmiste, pessimiste
- ≠ αντώνυμα: optimiste
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
défaitiste | défaitistes |
défaitiste (fr)
- ντεφετιστής, πρόσωπο που υποστηρίζει ηττοπαθείς ιδέες και προβλέψεις