Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /de.kɔ̃.pʁɛ.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
décompression décompressions

décompression (fr) θηλυκό