Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /de.kɔ.laʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
décollage décollages

décollage (fr) αρσενικό