décodage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.kɔ.daːʒ/
Ετυμολογία επεξεργασία
- décodage < décoder
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
décodage | décodages |
décodage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
décodage | décodages |
décodage (fr) αρσενικό