déboîter
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
déboîter (fr) (μεταβατικό)
- βγάζω κάτι από τη θέση του
- αποσυναρμολογώ
- (ιατρική) εξαρθρώνω
- βγάζω από τη θέση του για να το βάλω δίπλα
- (κατ’ επέκταση) προσπερνώ
déboîter (fr) (μεταβατικό)