cyclothymique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cyclothymique < cyclothymie
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.klo.ti.mik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cyclothymique | cyclothymiques |
cyclothymique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cyclothymique | cyclothymiques |
cyclothymique (fr) αρσενικό ή θηλυκό