customize
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | customize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | customizes |
αόριστος | customized |
παθητική μετοχή | customized |
ενεργητική μετοχή | customizing |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkʌst.ə.maɪ̯z/
Ρήμα επεξεργασία
customize (en)