Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

curriculum (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

curriculum < curriculum vitæ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ky.ʁi.ky.lɔm/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
curriculum curriculums

curriculum (fr) αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία