Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός curious
συγκριτικός more curious
υπερθετικός most curious

  Επίθετο επεξεργασία

curious (en)

  1. περίεργος, αδιάκριτος
    I’m curious to know where he went.
    Είμαι περίεργος να μάθω πού πήγε.
    I don’t want curious eyes to see it.
    Δε θέλω να το δούνε περίεργα μάτια.
     συνώνυμα: inquisitive
  2. περίεργος, παράξενος
    He has curious views on marriage.
    Έχει περίεργες αντιλήψεις για το γάμο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη strange

  Πηγές επεξεργασία