culter
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- culter < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kertro- < *ker-, *sker- (κόψιμο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
culter αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | culter | cultrī |
γενική | cultrī | cultrōrum |
δοτική | cultrō | cultrīs |
αιτιατική | cultrum | cultrōs |
κλητική | culter | cultrī |
αφαιρετική | cultrō | cultrīs |