Δείτε επίσης: culer

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

culée < λατινική cul

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
culée culées

culée (fr) θηλυκό