Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

crypte < λατινική crypta

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
crypte cryptes

crypte (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη crypter