crossing
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
crossing | crossings |
crossing (en)
- η διάβαση, ένα μέρος όπου μπορώ να διασχίσω με ασφάλεια έναν δρόμο, ένα ποτάμι κτλ., ή από τη μια χώρα στην άλλη
- ↪ a pedestrian crossing - διάβαση πεζών
- η διάβαση, η διέλευση, η ενέργεια του να διαβαίνω/διέρχομαι/περνάω
- ↪ Crossing the desert comes with many dangers.
- Η διάβαση της ερήμου έχει πολλούς κινδύνους.
- ↪ Crossing is prohibited.
- Απαγορεύεται η διάβαση.
- ↪ Crossing of the bridge is not allowed for heavy vehicles.
- Δεν επιτρέπεται η διέλευση βαρέων οχημάτων από τη γέφυρα.
- ↪ Crossing the desert comes with many dangers.
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
crossing (en)