crop up
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | crop up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crops up |
αόριστος | cropped up |
παθητική μετοχή | cropped up |
ενεργητική μετοχή | cropping up |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
crop up (en)
- (ιδιωματισμός) εμφανίζομαι απρόσμενα, εμφανίζομαι αναπάντεχα, ξεπετάγομαι