cristallisable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cristallisable < cristalliser
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kʁis.ta.li.zabl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cristallisable | cristallisables |
cristallisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να πάρει κρυσταλλική μορφή