Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
crisis crises

  Ετυμολογία επεξεργασία

crisis < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική κρίσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

crisis (en)

  • κρίση (επιδείνωση μιας κατάστασης)



Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

crisis (nl)

  1. κρίση (επιδείνωση μιας κατάστασης)
  2. οικονομική κρίση