creo
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- creo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (αυξάνω). Συγγενές με τα (λατινικά) cresco, Ceres, (αρχαία ελληνική) κόρη, κούρος και (παλαιά αρμενικά) սերիմ (serim, γεννιέμαι).
Ρήμα επεξεργασία
creo (la)