creepy
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | creepy |
συγκριτικός | creepier |
υπερθετικός | creepiest |
Επίθετο επεξεργασία
creepy (en)
- (ανεπίσημο) ανατριχιαστικός
- ↪ a creepy story about ghosts - ανατριχιαστική ιστορία για φαντάσματα
παραθετικά | |
θετικός | creepy |
συγκριτικός | creepier |
υπερθετικός | creepiest |
creepy (en)