cravate
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- cravate < (άμεσο δάνειο) σερβοκροατική Hr̀vāt (Κροάτης), δείτε την Ετυμολογία «γραβάτα» < πρωτοσλαβική *xъrvat(in)ъ
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cravate | cravates |
cravate (fr) θηλυκό