Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
craftswoman craftswomen

  Ετυμολογία επεξεργασία

craftswoman < crafts + woman

  Ουσιαστικό επεξεργασία

craftswoman (en) (αρσενικό craftsman)