crépitement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
crépitement | crépitements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
crépitement (fr) αρσενικό
- το τρίξιμο
- le crépitement du feu - το τρίξιμο της φωτιάς
ενικός | πληθυντικός |
crépitement | crépitements |
crépitement (fr) αρσενικό