courroux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- courroux < corropt < αρχαία γαλλική corrocier
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
courroux | courroux |
courroux (fr) αρσενικό
- ο έντονος θυμός
Συνώνυμα επεξεργασία
- colère
- emportement
- fureur
- ire (αρχαία γαλλική)
- rage