courbé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | courbé | courbés |
θηλυκό | courbée | courbées |
Επίθετο επεξεργασία
courbé (fr)
- λυγισμένος, με καμπύλη, σκυφτός, καμπύλος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | courbé | courbés |
θηλυκό | courbée | courbées |
courbé (fr)