courant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- courant < courir
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
courant | courants |
courant (fr) αρσενικό
- το ρεύμα
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | courant | courants |
θηλυκό | courante | courantes |
courant (fr)
Μετοχή επεξεργασία
courant (fr)