coupe
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- coupe < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική cope < υστερολατινική couppa < λατινική cupa.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
coupe | coupes |
coupe (fr) θηλυκό
- η κούπα
- ↪ distribue les coupes - μοίρασε τις κούπες
- το κύπελλο
- ↪ la coupe du monde - το παγκόσμιο κύπελλο
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- coupe < couper (κόβω, χτυπάω) < coup (χτύπημα) < παλαιά γαλλική colp / cop < δημώδης λατινική *colpus < λατινική colaphus < αρχαία ελληνική κόλαφος [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
coupe | coupes |
coupe (fr) θηλυκό
- η κουπ, το κόψιμο μαλλιών ή ρούχων, η κόμμωση
- ↪ elle s'est fait une belle coupe - έκανε μια όμορφη κόμμωση, έκοψε ωραία τα μαλλιά της
- η περικοπή
- ↪ des coupes budgétaires - περικοπές στον προϋπολογισμό
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κουπ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- coupe - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé