Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
coupage
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
coupage
coupages
Ουσιαστικό
επεξεργασία
coupage
(fr)
αρσενικό
η
ανάμιξη
ενός λικέρ από ένα άλλο λιγότερο δυνατό
Συγγενικά
επεξεργασία
coup
coupure
coupoir
couperet
coupon
coupeur
couper
coupailler