Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
cotton wool
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Πολυλεκτικός όρος
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
cotton wool
< →
δείτε
τις λέξεις
cotton
και
wool
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
cotton wool
(en)
(
μη
μετρήσιμο
)
(
βρετανικά αγγλικά
) το
βαμβάκι
, χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ή για οικιακή χρήση
↪
I cleaned the wound with a little
cotton wool
and water.
Kαθάρισα την πληγή με λίγο
βαμβάκι
και νερό.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
cotton
Πηγές
επεξεργασία
cotton wool
-
Oxford Learner's Dictionaries