cosmographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɔs.mɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
cosmographique | cosmographiques |
cosmographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cosmographique | cosmographiques |
cosmographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό