Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

corpus < (άμεσο δάνειο) λατινική corpus (σώμα)[1] χωρίς μεταγραφή με ελληνικά γράμματα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkoɾ.pus/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

corpus ουδέτερο (η κλίση, όπως στα λατινικά: πληθυθντικός corpora)

  • (φιλολογία, γλωσσολογία, αρχαιολογία) αντιπροσωπευτικό και αναγνωρισμένο σώμα γλωσσικού (ή άλλου) υλικού μιας περιόδου ή ενός δημιουργού
    αυτό το κείμενο Ανωνύμου ανήκει στο corpus της μεσαιωνικής λογοτεχνίας
    αυτό το ανέκδοτο ποίημα δεν ανήκει στο corpus των Απάντων του ποιητή
    αυτή η λέξη ανήκει στο corpus της καταγραφής προφορικού λόγου από την Ακαδημία
    Ιπποκράτειο corpus

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
corpus corpus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔʁ.pys/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

corpus (fr) αρσενικό

  • το σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

corpus, -oris ουδέτερο

  1. σώμα
  2. (φιλολογία, δίκαιο) σώμα κειμένων, σύνολο γνώσης
    corpus iuris civilis (σώμα δικαίου πολιτικού: κώδικας πολιτικού δικαίου)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • ο όρος χρησιμοποιείται διαγλωσσικά
    Corpus inscriptionum graecarum (corpus ελληνικών επιγραφών)
    Corpus medicorum graecorum (corpus Ελλήνων ιατρών)

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική corpus corporă
γενική corporis corporum
δοτική corporī corporĭbus
αιτιατική corpus corporă
κλητική corpus corporă
αφαιρετική corpore corporĭbus
(γ' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία