Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
corpse corpses

  Ουσιαστικό επεξεργασία

corpse (en)

  • το πτώμα, η σορός
    The police found the corpse in a garage.
    Η αστυνομία βρήκε το πτώμα σ' ένα γκαράζ.

  Πηγές επεξεργασία