Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cornichon cornichons

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cornichon (fr) αρσενικό

  1. το υπόξινο αγγουράκι που κόπηκε πριν μεγαλώσει και διατηρείται σε ξίδι σαν καρύκευμα
  2. (μεταφορικά) ο ανόητος, ο χαζός, ο βλάκας, ο μπουμπούνας