corne
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
corne < δημώδης λατινική *corna < λατινική cornua, πληθυντικός του cornu
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
corne | cornes |
corne (fr) θηλυκό
corne < δημώδης λατινική *corna < λατινική cornua, πληθυντικός του cornu
ενικός | πληθυντικός |
corne | cornes |
corne (fr) θηλυκό