Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

corne < δημώδης λατινική *corna < λατινική cornua, πληθυντικός του cornu

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
corne cornes

corne (fr) θηλυκό

  1. το κέρατο
  2. το κέρας (της Αφρικής)
  3. η κόρνα